- αποχαλίνωση
- ηαπαλλαγή από κάθε χαλινό, εξαχρείωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποχαλινώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποχαλίνωση — η αφαίρεση κάθε χαλινού, εκτραχηλισμός, ακολασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… … Dictionary of Greek
εκτραχηλισμός — ο (AM ἐκτραχηλισμός) εκτροπή σε αναίσχυντες πράξεις, αποχαλίνωση, αναίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. απογύμνωση τού τραχήλου ή και τού στήθους 2. μία από τις λαβές τού κεφαλιού κατά την πάλη, το κεφαλοκλείδωμα μσν. αποκεφαλισμός … Dictionary of Greek
ζωηρότητα — και ζωηράδα, η [ζωηρός] η ιδιότητα τού ζωηρού, ζωτικότητα, δυναμικότητα, δραστηριότητα, σφρίγος, ένταση 2. μτφ. αποχαλίνωση, εκτροπή, παρεκτροπή, ερωτοπάθεια … Dictionary of Greek
μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… … Dictionary of Greek
εκτραχηλισμός — ο 1. μτφ., αποχαλίνωση, ηθική παρεκτροπή, ξετσίπωμα. 2. στον πληθ., εκτραχηλισμοί αναίσχυντες, απρεπείς πράξεις. 3. μία από τις λαβές του κεφαλιού στην πάλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωηράδα — η 1. ζωτικότητα, ορμητικότητα, σφρίγος, δυναμικότητα: Το βλέμμα του φανερώνει ζωηράδα. 2. μτφ., αποχαλίνωση, παρεκτροπή, ερωτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τράχυνση — η 1. σκλήρυνση, σκλήρεμα: Έπαθε τράχυνση του δέρματος. 2. μτφ., ερεθισμός, παρόξυνση, αποχαλίνωση: Τράχυνση της κατάστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)